ΚΡΙΤΙΚΕΣ ADDIO DEL PASSATO

                                         ADDIO DEL PASSATO



 Με ένα πολύ δυνατό, τρυφερό και συγκινητικό έργο - που πολλοί απ' όσους το είδαν το xαρακτήρισαν σαν το ελληνικό εργο της χρονιας- η Λεία Βιτάλη επανεμφανίζεται στα θεατρικά πράγματα του φετεινού Χειμώνα στην Αθήνα.

Το έργο με τον τίτλο ADDIO DEL PASSATO, που στα ιταλικά σημαίνει «αντίο στα περασμένα» και είναι φράση παρμένη απο την όπερα Λα Τραβιάτα του Βέρντι, είναι ένα εργο στα όρια της μαύρης κωμωδίας, που μιλάει για την πιο καυτή και την πιο τρυφερή σχέση της Ζωής μας: τη σχέση με τη μητέρα!
Ένα απόγευμα Τετάρτης, μητέρα και κόρη, κλεισμένες στην κουζινα του σπιτιού τους φτιάχνουν το πατροπαράδοτο κέικ με λεμόνι, Είναι χωρισμενες. Είναι μόνες. Γυναίκες της διπλανής πόρτας. Αλλά κουβαλάνε στην ψυxή τους ένα μυστικό που τις έχει σημαδέψει.
Μεσα σ' ένα κλίμα γκροτέσκας τρέλας, παίζουν το επικίνδυνο παιχνίδι της αλήθειας τραγουδώντας.
Συγχρόνως, με την ίδια ανάλαφρη διάθεση ξεγυμνώνουν τους εαυτoυς τους φερνοντας στο φως «εκεινο» το μυστικό που έκρυβαν μέσα στην καρδιά τους. Έτσι κατορθώνoυν να πλησιάσουν η μία την άλλη δίνοντας συγχώρεση και κερδίζοντας την αγάπη που ποθούσαν σε όλη τους τη ζωή.
Με εξαιρετικά λεπτή ψυχολογική διείσδυση στην προσωπικότητα των δύο πρωίδων, στιγμές ποιητικής απογείωσης, ελαφράδα και χιούμορ, η Λεία Βιτάλη συνθέτει με δεξιοτεχνία ένα απρόβλεπτο σκηνικό παιχνίδι.
Eξαιρετικά εμπνευσμένη σκηνοθετικα η παράσταση από τον Τάσο Μπαντή, γνωστό και από τον θαυμάσιο ρόλο του ως παππού στην ταινία Πολίτικη κουζίνα, απογειώνει το έργο, ενώ π Σμαράγδα Σμυρναίου στο ρόλο της κόρης και η Αναστασία Πανταζοπούλου ως μητέρα δίνουν ένα πραγματικό ρεσιτάλ ηθοποιίας μέσα σ' ένα εντυπωσιακό και πλούσιο σκηνικό από την πρώτη στιγμή μέχρι το απρόβλεπτο φινάλε. Πολύ καλή και η Κατερίνα Τεπελένα που παίζει επί σκηνής βιολί.
Μια παράσταση που αξίζει να δει κανείς yια τη συγκίνηση, την ανθρωπιά της, το χιούμορ και τις σπουδαίες ερμηνείες τπς, στο θεατρο ΕΜΠΡΟΣ.

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΑΚΤΗ, 17 Δεκεμβριου 2005

«ADDIO DEL PASSATO» ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΕΜΠΡΟΣ

Η ΛΕΙΑ ΒΙΤΑΛΗ γράφει ένα έργο στα όρια τπς μαύρης κωμωδίας και η Σμαράγδα Σμυρναίου με την Αναστασία Πανταζοπούλου παίρνουν τα ηνία επί σκηνής.
Πώς μπορούν να διαταραχτούν οι σχέσεις μητέρας και κόρης; Όλα ξεκινούν όταν αποφασίζουν κάποιο απόγευμα να φτιάξουν παρέα το πατροπαράδοτο για εκείνες κέικ λεμόνι. Ενώ όλα δείχνουν ότι η διαδικασία του μαγειρέματος γίνεται μέσα σε κλίμα ευχάριστο, δεν αργούν να έρθουν οι ανατροπές. Ανατροπές από αλήθειες που καταπίεζαν τόσα χρόνια μέσα τους και που τις κάλυπταν με τα πλέον αληθινά ψέματα.
Η καθεμιά από τη μεριά της βιώνει και αναπαριστά διαφορετικές εκδοχές της αλήθειας, κάνοντας έτσι ένα ταξίδι αυτογνωσίας μέχρι να κερδιθεί πλέον η καθαρτήρια συμφιλίωση. Με εξαιρετικά λεπτή ψυχολογική διείσδυση, η Λεία Βιτάλη συνθέτει ένα απρόβλεπτο σκηνικό παιχνίδι. Το «Addio del Passato» είναι το πιο πρόσφατο έργο της Βιτάλη που αναφέρεται στην πιο τρυφερή σχέση, αυτήν της μητέρας με την κόρη.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ EXODUS, 14 Δεκεμβρίου 2005

Addio del passato ***

της Λείας Βιτάλη.
Σκηνοθεσία: Τάσος Μπαντής

Ψυxαναλυτικής υφής το νέο έργο της γνωστής Ελληνίδας συγγραφέως. ανατέμνει με χιούμορ μια δύσκολη σχέση μητέρας κόρης. Πολύ καλές ερμηνείες από τις δύο πρωταγωνίστριες, ενορχηστρωμένες σε μια ατμοσφαιρική παράσταση.
Εν μέσω ληγμένων εβαπορέ, βρόμικων πιατικών, τραγουδιών. αναμνήσεων, μυστικών. ψεμάτων και ψυχικών τραυμάτων, μια μάνα και μια κόρη περνούν ένα απόγευμα κλεισμένες στην κουζίνα της πρώτης. Φτιάχνουν κέικ και παραδίδονται σε αυτοσχέδιες άριες και αμοιβαίες εξομολογήσεις. Σταθερό ηχητικό περιβάλλον στη συνάντησή τους -κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά- το συμβολικό για τη σχέση τους «Addio del passato» (Αντίο στα περασμένα) από την «Τραβιάτα» του Βέρντι. Γιατί. πράγματι, αφού πρώτα η μία κατασπαράξει και κατατροπώσει τπν άλλη. θα συμφιλιωθούν με την παραδοχή πως «έτσι ήταν. είναι και θα είναι αυτές οι σχέσεις. μάνας και κόρης: δύσκολες». Η Λεία Βιτάλη γράφει με χιούμορ. εμβρίθεια ψυχαναλυτή και τεχνικές αρετές για μια πολύ συγκεκριμένη, ιδιαίτερη σχέση: εκείνη της δεσποτικής μητέρας Σοφίας (Αναστασία Πανταζοπούλου) και της κόρης της Βάσως, που πλησιάζει τα πενήντα κι όμως ακούει ακόμα στο –υποτιμπτικό για τπν ίδια- όνομα «Βασούλι» (Σμαράγδα Σμυρναίου). «Κάτι ανάμεσα σε κουζίνα και τοπίο ονείρου από το παρελθόν» ζητούν οι οδηγίες της συγγραφέως και η σκηνογράφος Ελένη Mανωλoπoύλoυ δπμιουργεί ένα ονειρικό σκηνικό, αριστοτεχνικά φωτισμένο από τον Ηλία Κωνσταντακόπουλο: ένα «γιαγιαδίστικο» κουζινικό δεκαετίας '80 που -κυριολεκτικά- αιωρείται. Τα ράφια, τα ντουλάπια, ο φούρνος, το ψυγείο. Όλα κρέμονται από μεταλλικά σχοινιά και κλυδωνίζονται στον αέρα σαν να βρισκόμαστε σε μια παράδοξη παιδική χαρά για μεγάλους.
Κι ενώ το έργο κερδίζει στις πρώτες εντυπώσεις και παρακολουθείται ευχάριστα -χάρη εξάλλου στπν ατμοσφαιρική, καλοδουλεμένη σκηνοθεσία τουΤάσου Μπαντή και τις γερές ερμηνείες των δυο ηθοποιών- σύντομα αισθάνεται κανείς πως ομφαλοσκοπεί περισσότερο από όσο χρειάζεται. πως στριφογυρίζει συνεχώς γύρω από τον άξονα της ατομικής. οριακά «ψυχαναγκαστικής» και πολύ συγκεκριμένης αυτής σχέσης. δίχως να εκτοξεύεται στο συλλογικό, οπότε να μπορεί να αφορά κάθε θεατή. ανεξάρτητα από τα βιώματα και τις εμπειρίες που εκείνος κουβαλά.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ, 20 Δεκεμβρίου 2005

Η ΑΓΑΠΗ ΣΥΓΧΩΡΕΙ

Το έργο. Το «Βασούλι» που έχει σαρανταρίσει, πενηνταρίσει..., έχει παντρευτεί, έχει χωρίσει, αλλά για τη μητέρα τnς ποτέ δεν έγινε Βασιλική. Ή έστω Βάσω. Η κυρία Σοφία, η μητέρα. Γυναίκα καταπιεστική. που υποτιμά τηv κόρη τns σε σχέση με την -παρούσα μόνο στο τηλέφωνο- αδερφή της που είναι ηθοποιόs επιτuχημένη. Στο παλιό διαμέρισμά τnς, με τις φθορές από το χρόνο χειροπιαστές πια, το «Βασούλι» την επισκέπτεται κάθε Τετάρτη, Tnς ψήνει κέικ, μιλάνε για το παρελθόν, τραγουδούν -το τραγούδι, η μουσική ήταν αισθητά παρόντα στη ζωή τους-, γκρινιάζουν, «τρώγονται».. . Το παρελθόν που τις συνδέει-και τις χωρίζει- το σφραγίζουν ένα μπλε φουστάνι κι ένας άντρας που πέρασε από το σώμα- και τηv ψυχή;- και των δύο. Η συγκεκριμένη Τετάρτη του καινούριου έργου της Λείαs Βιτάλη «Addio del Passato», ιδιαίτερα εξομολογητική και για τις δύο, θα σημαδευτεί από μια ανατροπή που αιφνιδιάζει τον θεατή. Μια ανατροπή η οποία θα γίνει αφορμή να λιώσει μέσα στην αγάπη -που δεν μπορεί με τίποτα να εξανεμιστεί... - το μίσοs που τα γεγονότα έχουν υφάνει ανάμεσα στις δύο γυναίκεs και να το μετατρέψει σε συγχώρηση. Θραύσματα από μνήμες, θραύσματα λόγου, παράλληλοι μονόλογοι, δράση ανύπαρκτη που παράγεται μόνο μέσα από τις αναμνήσεις των δύο, «πάτημα» στο ρεαλισμό που γίνεται όμως ποιητικός, καταστάσεις τnς ελληνικής -και όχι μόνο της ελληνικής- κοινωνίας εύκολα αναγvωρίσιμες... Το «Addio del Passato» δεν πρωτοτυπεί, έχει ατέλειεs, τα «δάνεια» δεν κρύβονται, αλλά είναι καλά δουλεμένοι οι διάλογοί του, δεν φλυαρεί, δεν πλατειάzει, είναι τρυφερό, νοσταλγικό και κομίζει μια συγκίνηση.
Η παράσταση. Ο Τάσος Mπαvτής αντιμετώπισε στοργικά το κείμενο. Δημιουργώντας στη σκηνή μια ρευστή ατμόσφαιρα ονείρου που πολύ του ταιριάζει. Πρόσεξε τη λεπτομέρεια, έδωσε σημασία στις αποχρώσεις, αλλά νομίζω nως έπρεπε να δουλέψει λίγο περισσότερο με το λόγο που κάποιες στιγμές «τραγουδιέται». Και θα ήθελα μια σταλιά χιούμορ περισσότερο. Το αιωρούμενο σκηνικό τnς Ελένης Μανωλοπούλου που αρχίζει να «αναλαμβάνεται» στο φινάλε δίνει την τέλεια για την παράσταση σκηνογραφική λύση - την καθορίζει. Τα κοστούμια τnς, οι διακριτικές αλλά καίριες μουσικές του Πλάτωνα Ανδριτσάκη με την παρούσα oνειρική βιολονίστρια. η μουσική διδασκαλία του Ανρί Κεργκομάρ -οι δύο ηθοποιοί τραγουδούν σωστά αλλά και φυσικά, ανθρώπινα συντελούν αποφασιστικά στο αποτέλεσμα. Και πάνω απ' όλα οι εξαίρετοι φωτισμοί του Ηλία Κωνσταντακόπουλου.
Οι ερμηνείεs. Η Αναστασία Πανταζοπούλου κομίζει στην παράσταση το κύροs της. Έχει δύναμη αλλά και τρυφερότητα, μια φωνή-τσέλο, τραγουδάει ωραία. Και το αποστασιοποιημένο, δίσημο παίξιμό τns είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεται ο ρόλοs - μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας. Η Σμαράγδα Σμυρναίου, με κίνηση και φρεσκάδα νεανική, κρατάει το μεγάλο βάροs τnς παράστασης. Αν και λίγο «τραγουδάει» το λόγο στην αρχή, σιγά-σιγά «απογειώνεται» και, ώριμη nθοποιός, με άψογη τεxνική, με τη δυνατότητα να ελέγχει πλέον τη φωνή τns, δίνει μια ερμηνεία δυνατή. μεστή, συγκινητική -αλλά ποτέ μελό-, με προσοχή στη λεπτομέρεια.
Η σούμα. Μια παράσταση ικανή να σας συγκινήσει.

Γιώργος Σαρηγιάννης, ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, 6 Ιανουαρίου 2006

Ψυχανάλυσn και θέατρο

Σε σκηνοθεσία του Τάσου Mπαντή παρουσιάζονται στο θέατρο Εμπρός, σε διαφορετικές παραστάσεις, δύο σύγχρονα έργα ψυχαναλυτικής προσέγγισης γραμμένα από γυναίκες: Το «Ενας αριθμός» της Αγγλίδας Κάριλ Τσέρτσιλ και το «Addio del Passato» της Λείας Βιτάλη. Παρά τις ουσιώδεις διαφορές των δύο έργων, θα μπορούσε να πει κανείς ότι όπως παρουσιάζονται συνιστούν ένα δίπτυχο; ένα θεατρικό κλάσμα μάλλον, που ως αριθμητή του έχει την αρχέγονη αντιπαλότητα του πατέρα με τους γιους του, και ως παρονομαστή του την ταύτιση της κόρης με τη (νεκρή) μητέρα. Η πρώτη περίπτωση αντιπροσωπεύει μία απ' τις γενικές συνιστώσες της φροϋδικής θεωρίας, ενώ για τη δεύτερη έχει γράψει ένα εκτεταμένο ειδικό αυτοβιογραφικό ψυχαναλυτικό δοκίμιο η Μαρία Βοναπάρτη.
Το έργο της Αγγλίδας, ανακατεμένο και με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας, με ακραίο παρακινδυνευμένο μύθο, επηρεασμένο ίσως κι από ένα παλιό ανάλογο διήγημα, του Ασίμοφ αν θυμάμαι καλά, δεν πείθει, φοβάμαι, ούτε ως θέατρο ούτε ως ψυχανάλυση.
Το έργο της Λείας Βιτάλη είναι σαφώς καλύτερο, συγκρινόμενο με το αντίστοιχο της Αγγλίδας συναδέλφου της, αλλά και σε σύγκριση με τα προγενέστερα δείγματα θεατρικής γραφής της ίδιας. Έχει προοδεύσει, αυτό που θέλει να αφηγηθεί το αφηγείται με τρόπο θεατρικά εντελή και χειρίζεται τις ανατροπές με τρόπο αποτελεσματικό. Το «Addio del Passato» είναι ένα έργο μουσικής δομής για ντουέτο βιολί και βιόλα, ξεκινά με αντάτζιο, εξελiσσεται σε φούγκα, τελειώνει με μοντεράτο σόλο βιολί, χωρίς να χάνει τα ενδιάμεσα θέματα και τους ρυθμούς του. Επίσης έχω την εντύπωση -το γράφω με επιφύλαξη-ότι η κεντρική ιδέα του έργου ενυπάρχει στο ψυχαναλυτικό δοκίμιο της Βοναπάρτη που ανέφερα πιο πάνω. Έστω ότι αυτό συμβαίνει, όμως η συγγραφέας δεν μιμείται δουλικά το πρωτότυπο, αλλά το αναπλάθει με δημιουργική φαντασία. Θα πρέπει όμως να προσέχει και κάποια «γεμίσματα» των διαλόγων της, να είναι μεστότερα ουσίας.
Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Μπαντής είναι καλή και δουλεμένη, στο κατάλληλο ύφος του «ρευστού ρεαλισμού», με κλίμα λυρικό και ατμόσφαιρα ενός ονείρου της πραγματικότητας. Η μουσική του Ανδριτσάκη καίρια και τα σκηνικά-κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου εξαίρετα. Η Σμαράγδα Σμυρναίου ένα έξοχο μουσικό όργανο υψηλής ευαισθησίας και ηχείο, προσεγγίζει και κατακτά τον ρόλο απ' την απόκρημνη πλευρά του. Η Αναστασία Πανταζοπούλου έχει βάρος και όγκο υποκριτικό για όσους υποψιάζονται το βυθισμένο μέρος κάτω απ' τα νερά του παγόβουνου και δεν αρκούνται στην κορυφή που προβάλλει, Η Κατερίνα Τεπελένα κερδίζει με τη απλή, λιτή παρουσία και συγκινεί με το ωραίο βιολί της. Η φωνητική διδασκαλία είναι του Ανρί Κεργκομάρ.

Λέανδρος Πολενάκης, ΑΥΓΗ, 29 Ιανουαρίου 2006

ADDIO DEL PASSATO

Το Addio del passato (αναφορά στην «Τραβιάτα» του Βέρντι) είναι ο τίτλος του τελευταίου έργου της Λείας Βιτάλη που παίζεται στο «Εμπρός» σε σκηνοθεσία Τάσου Μπαντή. Μια μητέρα και μια κόρη ένα απόγευμα Τετάρτης βρίσκονται μαζί μέσα στην πλήρως εξοπλισμένη κουζίνα του πατρικού (σκηνικό -κοστούμια Ελένης Μανωλοπούλου). Μόλις έχει… φύγει η πρώτη, μόλις έχει χωρίσει η δεύτερη. Το παρελθόν τους ζωντανεύει μέσα από αντιθέσεις, κόντρες, ιδιοτροπίες της καθεμιάς, πάντα στον ίσκιο ενός σκοτεινού μυστικού που τις συνδέει αλλά συνεχώς αρνούνται την κουβέντα του. Στο διάστημα αυτό φτιάχνουν το πατροπαράδοτο κέικ με λεμόνι και τραγουδούν της αγαπημένες τους άριες (μουσική Πλάτωνα Ανδριτσάκη). Όσο όμως εξελίσσεται το παιχνίδι της αλήθειας και της πλάνης τόσο οι εξομολογήσεις πλησιάζουν στο ανομολόγητο συμβάν του παρελθόντος. Τότε που η κόρη μόλις έμπαινε στην εφηβεία και η μητέρα ζούσε τον έρωτα μιας εξωσυζυγικής σχέσης. Η καθεμιά θυμάται και αναπαριστά την προσωπική της εκδοχή από το οδυνηρό επεισόδιο. Ατάκα στην ατάκα, μνήμη στη μνήμη, οι δυο γυναίκες αρχίζουν να συναντιούνται. Έργο με χιούμορ και τρυφερότητα το Addio del passato διαδραματίζεται στο χώρο της μνήμης και επικεντρώνεται σε δύο «ρόλους» δυνατούς, μάνας και κόρης, αναδεικνύοντας το μωσαϊκό της ενδιαφέρουσας σχέσης τους. Τις δύο ηρωίδες ερμηνεύουν η Σμαράγδα Σμυρναίου και η Αναστασία Πανταζοπούλου. Η Κατερίνα Τεπελένα παίζει βιολί. Μην το χάσετε.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ON-OFF (Ελευθεροτυπία), 8 Ιανουαρίου 2006

Addio del passato της δημοφιλούς συγγραφέως Λείας Βιτάλη.

Στην κουζίνα ενός απλού σπιτιού διαδραματίζεται το ευφυές σενάριο της χαρισματικής συγγραφέως Λείας Βιτάλη. Η Λεία για μια ακόμη φορά ασχολείται με το αγαπημένο της θέμα τη σχέση μάνας-κόρης. Την εύθραυστη ισορροπία των συναισθημάτων μεταξύ τους, που ξεκινούν από την αγάπη, περνούν από τη ζήλια, το μίσος, την εκδίκηση, την αναζήτηση της επιβράβευσης, για να καταλήξουν ξανά στο σημείο που ξεκίνησαν, την αγάπη. Αυτή την παράξενη αγάπη που συνδέει την κόρη, τη δεύτερη κόρη, την παραμελημένη κόρη, με τη μάνα. Αυτό το παράξενο δέσιμο που καταδυναστεύει τη ζωή της κόρης, της παραμελημένης κόρης, όλη της τη ζωή. Μέχρι που η μάνα πεθαίνει και μόνο τότε η κόρη ανακαλύπτει ότι η μάνα δεν ήταν παρά η κόρη, η δεύτερη κόρη, η παραμελημένη κόρη μιας άλλης μάνας κι έτσι απελευθερωμένη έστω και στην ωριμότητά της ξεκινά μια νέα ζωή, μακριά από τα φαντάσματα του παρελθόντος. Μια εξαιρετικά καλή παράσταση στο θέατρο του παλιού τυπογραφείο του Εμπρός στου Ψυρρή. Καταπληκτικές οι ερμηνείες της Σμαράγδας Σμυρναίου, που υποδύεται το Βασούλι, την κόρη, με τόσο ρεαλισμό και φυσικότητα που νομίζεις πως είσαι εσύ, της Αναστασίας Πανταζόπουλου στο ρόλο της μάνας της Σοφίας, που κάπου σου θυμίζει τη δική σου μάνα που της έλεγες κάτι και για κείνην πέρα έβρεχε και της Κατερίνας Τεπελένα που συνόδεψε απαλά με το βιολί, τις συναισθηματικά φορτισμένες σκηνές. Εξαιρετικά καλή σκηνοθεσία του Τάσου Μπαντή, η μουσική του Πλάτωνα Ανδριτσάκη, ενώ το σκηνικό και τα κοστούμια έχει επιμεληθεί η Ελένη Μανωλοπούλου, οι φωτισμοί είναι του Ηλία Κωνσταντακόπουλου και η φωνητική διδασκαλία του Ανρί Κεργκομάρ. Είναι μια παράσταση που πρέπει να δει κάθε γυναίκα, κάθε μάνα, κάθε κόρη. Η γυναίκα θα ανακαλύψει αισθήματα που ποτέ δεν έχει ομολογήσει και ο άνδρας θα ανακαλύψει άλλη μια πλευρά της γυναικείες προσωπικότητας.

ΡΕΠΟΡΤΕΡ, 9 Δεκεμβρίου 2005

Aπό την καταγραφή στην παραγραφή

Tο θέατρό μας μετά τη δεκαετία του '70, για λόγους που και άλλοτε έχω αναλύσει, χαρτογράφησε μια ιδιαίτερα απροσδιόριστη περιοχή της κοινωνικής μας ενδοχώρας. Χαρτογράφησε ένα φάσμα από το περιθώριο και το λούμπεν προλεταριάτο έως τους μικροαστούς και τους μεσοαστούς. Ήταν μια περιοχή ανεξερεύνητη και από την κοινωνιολογία και την ιστορία των θεσμών και την εκπαίδευση. Τον χώρο αυτό στην Ευρώπη τον μελέτησαν και το θέατρο και ο κινηματογράφος από τις αρχές του 20ού αιώνα και πριν. Εξάλλου και ο νατουραλισμός και ο γερμανικός κυρίως εξπρεσιονισμός τα θέματά τους από αυτές τις δομές, το περιβάλλον και τους χαρακτήρες αντλούσαν. Μόνο κάποιοι αριστεροί κυρίως πεζογράφοι (ο Βουτυράς, ο Πικρός, ο Δασκαλάκης) επηρεασμένοι από την αλητογραφία του Γκόρκι, του Ιστράτι, του Χάμσουν υπηρέτησαν το κοινωνικό ρεαλιστικό μυθιστόρημα και ό,τι απέρρεε από τη βαρναλική θέση των «Μοιραίων».
Πρώτος ο Καμπανέλλης, μετά ο Μουρσελάς, η Αναγνωστάκη και αργότερα ο Σκούρτης και οι νεώτεροι (Μανιώτης, Χρυσούλης, Στάικος) ανίχνευσαν με επιτυχία συχνά τους μεγαλοαστούς ή προβληματίστηκαν πάνω στα παθολογικά γνωρίσματα της αστικής ζωής.
Νομίζω πως η ακολουθία ήταν ορθή, γιατί και η κοινωνία μας αυτή την κλίμακα ακολούθησε, αφού άργησε να εμφανίσει τα αδιέξοδα του αστικού τρόπου ζωής, αφού κοινωνικά ο εξαστισμός μας έμενε πάντα λειψός.
Φέτος ήδη σχολίασα την «Bella Venezia» του Διαλεγμένου, τους «Ηθοποιούς» του Σκούρτη και την επανάληψη του έργου της Αναγνωστάκη «Διαμάντια και μπλουζ», που θα με απασχολήσει προσεχώς, έργα σαφώς αναλυτικά ενός συγκρουσιακού ψυχισμού στα πλαίσια του σύγχρονου πλέον κοινωνικού μορφώματος (και ας μη μας παγιδεύει το «παρελθόν» των ηρώων του Διαλεγμένου) ή, αν θέλετε, αναλυτικά ενός σύγχρονου τρόπου προσέγγισης των ανθρώπινων υπαρξιακών προβλημάτων έστω και αν τα αναλυόμενα αναφέρονται σε παλιότερες δομές ή κατεστημένες πάγιες αντιλήψεις.
Έτσι το έργο που σήμερα θα προσπαθήσω να αναλύσω καταγράφει με σύγχρονες θεατρικές τεχνικές και με μέθοδο δανεισμένη από την ψυχιατρική και την ανάλυση μια πανάρχαιη, αρχετυπική σχέση για την οποία και το θέατρο και η ψυχανάλυση έχουν ξοδέψει πολλή μελάνη και ποικιλία προσεγγίσεων.
Πρόκειται για το μεγάλο μονόπρακτο της Λείας Βιτάλη «Addio del Passato» που ανέβασε στο θέατρο «Εμπρός» ο Τάσος Μπαντής.
Το θέμα είναι αρχετυπικό, η σύγκρουση δεδομένη, αλλά πάντα κριτήριο για την πρωτοτυπία που υπερβαίνει το αυτονόητο είναι ο τρόπος.
H Βιτάλη διάλεξε δύσκολο, αλλά και γόνιμο δρόμο για να διαπραγματευτεί μια πράγματι τραυματική σχέση. Εν πρώτοις υπάρχει ένα υφολογικό δίλημμα που η σκηνοθεσία οφείλει να το λύσει ισορροπώντας σε τεντωμένο σχοινί.
Μια ώριμη γυναίκα, χωρισμένη, με μεγάλα παιδιά, επισκέπτεται κάθε εβδομάδα τη μητέρα της και φλυαρώντας και μαλώνοντας φτιάχνει με όλη τη μαγειρική τελετουργία ένα κέικ. Το τάιμινγκ του έργου, η διάρκειά του είναι ο χρόνος που χρειάζεται να ετοιμαστούν τα σκεύη, να γίνει η δοσολογία του μείγματος και να ψηθεί το γλυκό. Ένας τελετουργικός μεν αλλά ρεαλιστικός χρόνος. Αυτό υποβάλλεται στον θεατή ότι συμβαίνει χρόνια. Στο θεατρικό όμως παρόν που παρακολουθεί ο θεατής είναι η πρώτη τέτοια μέρα των επισκέψεων μετά τον θάνατο και την ταφή της μητέρας. Ο ρεαλισμός τινάζεται στον αέρα, αφού η μητέρα είναι νεκρή και η συνομιλία συμπυκνώνει δύο χρόνους, τον παρελθόντα ( που αναλύεται, όπου και αναδύονται οι τραυματικές σχέσεις των δύο γυναικών), και τον παρόντα (όπου η κόρη, επιτέλους, απελευθερώνεται από τις εξαρτήσεις, τα συμπλέγματα, τις αναστολές και αντικρύζει την αλήθεια).
Αντιλαμβάνεται λοιπόν καθένας πόσο δραματουργικά ενδιαφέροντα προβλήματα είχε να λύσει η Λεία Βιτάλη. Εντός του μετρήσιμου ωρολογιακού χρόνου εγκιβωτίζονται πολλές «στιγμές» ενός βίου που κατέστησε τις δύο ηρωίδες ανταγωνιστικές. «Στιγμές» όπου η στρατηγική της καθεμιάς, άλλοτε επιθετική άλλοτε αμυντική, δημιουργούσε μια συνεχή εγρήγορση ώστε τα οικεία δεινά να παροχετεύονται, να καταχωνιάζονται, να μεταλλάσσονται, να μεταμορφώνονται, αλλά συχνά να αναδύονται απειλητικά, γυμνά, ωμά.
Αυτός ο χρόνος της μνήμης φέρνει στην επιφάνεια ανομολόγητες πράξεις, ενώ παράλληλα η μητρική έγνοια αλλά και τόλμη λειτουργεί εξουσιαστικά, δυναστικά πάνω στην κόρη σημαδεύοντας την προσωπικότητά της και καθορίζοντας την ενήλικη ζωή της και τον γάμο της. H συγγραφέας όμως με μεθοδικούς αναβαθμούς οδηγεί τη σύγκρουση σε μια καθαρτήρια έξοδο, όταν με τρόπο αποκαλυπτικό και ανατρεπτικό η κόρη ωθείται σε μια ταύτιση μετη μοίρα της μητέρας, που της λύνει όλους τους συμπλεγματικούς κόμπους.
Το έργο έχει ρυθμό, χιούμορ, νεύρο αλλά και μυστήριο και διαθέτει μια αρετή που τη διαθέτουν πάντα τα καλά έργα. Αφήνει πτυχές και γωνίες αφώτιστες, κίνητρα ακατανόητα και σκοπούς συγκεχυμένους, αφού ποτέ κανείς δεν μπορεί να φτάσει στον βαθύν λόγον της ψυχής, όσην επιπορευόμενος οδόν, για να ενθυμηθούμε τον Ηράκλειτο.
Δεν έχει ατέλειες η γραφή της Βιτάλη; Σαφώς. Και επαναλήψεις και επικαλύψεις και σημεία, ανεξάρτητα με όσα σημείωσα πριν, δυσερμήνευτα. Ασκεί όμως μια γοητεία, κρατά το ενδιαφέρον και διαθέτει μια καθαρή θεατρική γλώσσα. Δραστική.

Μεταφυσική διάσταση της θνητής εκκρεμότητας
Ο Μπαντής έκανε καλή δουλειά. Δούλεψε τους διπλούς χρόνους, δημιούργησε διαφορετικά επίπεδα παρουσίας, αφού το ένα πρόσωπο είναι «εδώ τώρα» και το άλλο «εκεί άλλοτε», ενώ παράλληλα κυλά ο σκηνικός παρών χρόνος.
Είχε στη διάθεσή του δύο ευαίσθητες ηθοποιούς που η υποκριτική τους γλώσσα διαθέτει συναισθηματικές διαβαθμίσεις, συχνά αδιόρατες. H Αναστασία Πανταζοπούλου (μητέρα) έχει συλλάβει εξαίσια τον απόντα χρόνο και αναδύεται από τη μνήμη της κόρης με τις ουσιώδεις, σχηματικές της χειρονομίες και τον μουσικό, σημαίνοντα λόγο της.
H Σμαράγδα Σμυρναίου πλάθει την κόρη με σύνθετα υλικά, μπαίνοντας και βγαίνοντας από το παρόν στο παρελθόν, από τη μνήμη στη συνείδηση του παρόντος. Με μια πράγματι εντυπωσιακή λεπτομέρεια, μέσα στην καθημερινότητα της πληκτικής τελετουργίας της κουζίνας, υπάρχει η σκιά του βαρέος παρελθόντος και όταν η μετάθεση γίνεται στον χρόνο της μνήμης αγρυπνεί η συνείδηση τού τώρα.
Το ευρηματικό σκηνικό της Μανωλοπούλου έδωσε στο έργο μια μεταφυσική διάσταση της θνητής εκκρεμότητας. Όλα τα έπιπλα παραπαίουν και στο τέλος αναλαμβάνονται στους ουρανούς!!
Ο Πλάτων Ανδριτσάκης και η επί σκηνής βιολίστρια Κατερίνα Τεπελένα δίνουν μια τέταρτη πλέον διάσταση στο πρισματικό αυτό έργο.

Κώστας Γεωργουσόπουλος, ΤΑ ΝΕΑ , 16 Ιανουαρίου 2006

Συνέντευξη ΛΕΙΑ ΒΙΤΑΛΗ
«Είναι υγεία να γράφεις»

Περισσότερο αφαιρετική, υπερρεαλιστική και ώριμη από άλλοτε, η Λεία Βιτάλη στο τελευταίο έργο της «Addio del passato» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πατάκης»), που παρουσιάζεται στο θέατρο «Εμπρός», φέρνει την κόρη αντιμέτωπη με τη μάνα σε μια σκληρή σχέση-αρχέτυπο. Η θεατρική συγγραφέας, που τάραξε το 2000 με το «Γεύμα», γνωρίζει να «χτυπάει» στο μεδούλι των σκληρών αληθειών μας. Από την παράσταση του «Εμπρός», που ευτύχησε στη σκηνοθεσία του Τάσου Μπαντή, με κόρη τη Σμαράγδα Σμυρναίου και μητέρα την Αναστασία Πανταζοπούλου, οι θεατές αποχωρούν έχοντας υποστεί κάτι σαν ψυχική πανωλεθρία. Μπροστά τους, στη σκηνή, αυτό που μόλις είχαν αντικρίσει δεν ήταν τίποτα άλλο από τον εαυτό τους, τις ζωές και εσωτερικές διαδρομές που κάπου, κάποτε έχουνε (-με) διατρέξει.
«Μ' ενδιαφέρει ο ήρωας πάνω στη σκηνή να είναι όσο το δυνατόν πιο αληθινός, ώστε να μπορέσει να επικοινωνεί με τον κόσμο», λέει η Λεία Βιτάλη
- Ο Διαλεγμένος, σε μια συνέντευξη πριν από χρόνια, έλεγε ότι δεν τον ενδιαφέρει πια ο ρεαλισμός στο θέατρο. Εμπρακτη απόδειξη αυτής της «απιστίας» είναι το «Bella Venezia». Και εσείς όμως σαν να 'χετε επιλέξει ανάλογη πορεία. Στο έργο σας η κόρη και η μητέρα «τρώγονται» αναμοχλεύοντας το παρελθόν τους. Και αίφνης αποκαλύπτεται ότι η μάνα δεν είναι παρά δημιούργημα της φαντασίας της κόρης της, αφού έχει πεθάνει.
«Πιστεύω ότι το να ξεφύγουμε από το ρεαλισμό είναι κάτι που το έχουμε ανάγκη από μια ηλικία και μετά εκτός από τους συγγραφείς και ως άτομα. Το να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα στη ζωή μας. "Γιατί". Τα "γιατί" μας χρειάζεται να τα ψάξουμε. Αυτό δεν πατάει ρεαλιστικά. Και εκεί μπορεί να βρω και όλο το νόημα των πράξεών μου και να δικαιωθώ ίσως».
- Πηγαίνει επομένως προς μια άλλη, αρκετά ψυχαναλυτική, κατεύθυνση η δουλειά σας;
«Μ' ενδιαφέρει η ψυχαναλυτική πλευρά των πραγμάτων. Για εμένα μια πάρα πολύ ευχάριστη και ξαφνιαστική κριτική ήταν από έναν φίλο μου ψυχίατρο, ο οποίος μου είπε "Λεία, αυτό το έργο είναι σαν να το έχω γράψει εγώ". Με την έννοια ότι υπάρχει πολλή αλήθεια μέσα στο βάθος και στο σκάλισμα των ηρώων. Αν δεν ήμουν συγγραφέας, σίγουρα θα ήθελα να είμαι ψυχαναλύτρια».
- Ησασταν όμως διαφημίστρια για χρόνια...
«Εκεί είναι το τρελό. Κοιτάξτε να δείτε, ο διαφημιστής φτιάχνει εικόνες. Οπότε, από πολύ μακριά, η ψυχολογία έχει μια σχέση με τη διαφήμιση. Στη διαφήμιση χρησιμοποιούμε, ωστόσο, την ψυχολογία για να εκμεταλλευτούμε. Πράγμα που όταν το διαπίστωσα εδώ και πάρα πολλά χρόνια είπα "ευχαριστώ, δεν θα πάρω". Προτιμώ να μην ταλαιπωρώ εγώ τον κόσμο. Αυτό που έχει αρχίσει να μ' ενδιαφέρει πάρα πολύ, μ' ενδιέφερε βέβαια και στο παρελθόν, είναι το ψάξιμο μέσα στους ήρωες. Και μ' ενδιαφέρει και ο ήρωας πάνω στη σκηνή να είναι όσο το δυνατόν πιο αληθινός, ώστε να μπορέσει να επικοινωνεί με τον κόσμο κάτω. Αυτό που πιστεύω είναι ότι όλοι μας είμαστε κακοποιημένα παιδιά που έχουν υποστεί και μεγάλη απόρριψη -υπάρχουν και εξαιρέσεις. Και έτσι ψάχνουμε σε όλη μας τη ζωή απελπισμένα την αγάπη».
- Ξεκινήσατε αργά να γράφετε θέατρο.
«Να σας πω την αλήθεια, θέατρο γράφω από πάρα πολύ μικρή και χτυπάω πόρτες, αλλά οι πόρτες δεν ανοίγουν. Οι πόρτες άνοιξαν για μένα με το "Γεύμα" το 2000, που πήρε και το Κρατικό Βραβείο».
- Είναι τόσο δύσκολα τα πράγματα για έναν δραματουργό στην Ελλάδα;
«Υπάρχει ένα πάρα πολύ κλειστό κύκλωμα στο θέατρο, που τώρα βλέπω κάπως να ανοίγει. Για να παίζομαι εγώ, πάει να πει πως ανοίγει!»
- Σας παίζουν όμως τα «Riverside studios». Ανέβασαν το «Roastbeaf» σας.
«Ναι. Και αναρωτιόντουσαν εκεί πώς αυτό το έργο για το μύθο της Κλυταιμνήστρας στη σύγχρονη εποχή δεν είχε παιχτεί στην Ελλάδα. Κι εγώ αναρωτιέμαι. Και λέω γιατί; Στο Λονδίνο δεν μας ξέρουν καν ότι υπάρχουμε νεοέλληνες συγγραφείς. Το ότι ανέβηκα τόσο αργά μού έκανε όμως καλό».
- Γιατί;
«Γιατί μπορεί ως συγγραφέας να ήμουν άτυχη διότι το '85 κυκλοφόρησε το πρώτο μου μυθιστόρημα, ενώ γράφω από τον καιρό που θυμάμαι τον εαυτό μου, σκίζω, πετάω, στέλνω σε εκδότες και δεν γίνεται τίποτα. Και το 2000 παίζεται το πρώτο μου θεατρικό. Είμαι άτυχη ως συγγραφέας. Είναι όμως πολύ τυχερά τα κείμενά μου, διότι όλα αυτά τα έργα, που τα γράφω και τα ξαναγράφω μη έχοντας την τύχη να αναγνωριστούν νωρίς, ωριμάσανε όταν βγήκαν πια. Οπότε βέβαια και έκανα "μπαμ"».
- Ο συγγραφέας εξελίσσεται με το χρόνο;
«Ο συγγραφέας γεννιέται. Πολλοί θέλουν σε μια άλφα ηλικία να γράψουν ένα βιβλίο. Εγώ δεν τους απορρίπτω. Γιατί έχουν μαζέψει στην ψυχή τους πάρα πολλά πράγματα που θέλουν να τα πουν προς τα έξω. Είναι υγιές. Είναι υγεία να γράφεις. Ο Ζενέ έλεγε "γράφω γιατί αν δεν έγραφα, μπορεί να γινόμουνα δολοφόνος". Πραγματικά εκτονώνεσαι. Η οργή βγαίνει με άλλο τρόπο. Κι εγώ θα μπορούσα να είχα φτάσει σε κάποια άκρα, αλλά τα άκρα τα ζω μέσα από τη γραφή μου είναι πολύ σημαντικό αυτό το πράγμα. Είναι υγεία».

Ενα νέο μυθιστόρημα
- Είστε καλύτερη θεατρική συγγραφέας ή μυθιστοριογράφος;
«Δεν ξέρω. Τώρα πάντως γράφω ένα ιστορικό μυθιστόρημα».
- Με θέμα;
«Την Αλωση της Κωνσταντινούπολης αλλά μέσα από τη ματιά ενός 12χρονου κοριτσιού που μιλάει για τον 13χρονο αδελφό της, ο οποίος ήταν πρίγκιπας και τον ερωτεύτηκε ο Μωάμεθ. Είναι μια πολύ διαφορετική και λοξή ματιά στην Αλωση της Κωνσταντινούπολης. Αυτό που με ενδιαφέρει πιο πολύ δεν είναι να πουλάω».
- Αλλά τι;
«Να διαβάζομαι και τα έργα μου να έρχεται κάποιος να τα δει στο θέατρο. Εστω ένας, δύο, δέκα άνθρωποι να σε διαβάσουν και να νιώσουν καλύτεροι είναι αρκετό. Διότι τι είναι ο συγγραφέας; Είναι αυτός που προσπαθεί να σου δείξει τον εαυτό σου. Να καταλάβεις κάποιες πράξεις σου».
- Η επικαιρότητα πόσο σας αφορά; Πόσο θέλετε να τη σχολιάζετε μέσα από τα κείμενά σας;
«Ναι, με ενδιαφέρει να μπορώ να επεμβαίνω κατά κάποιο τρόπο στα πράγματα και να μιλάω με αυτό το πνεύμα. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να το κάνεις. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ το κοινωνικό γίγνεσθαι. Δεν μπορείς να είσαι συγγραφέας χωρίς να είσαι υπέρμαχος της δικαιοσύνης. Και για να είσαι, πρέπει να είσαι αριστερών πεποιθήσεων. Εγώ πιστεύω στη δικαιοσύνη, στην ισότητα, στην αδελφότητα. Στην αγάπη. Αυτές είναι βαθύτερα αριστερές έννοιες».
- Αν δεν ασχολιόσασταν με τη γραφή, τι άλλο, πιστεύετε, θα κάνατε εξίσου καλά;
«Θα ήμουνα πολύ καλή σεφ. Νομίζω είναι το μέλλον μου...»

Ιωάννα Κλεφτογιάννη, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 13 Ιανουαρίου 2006

Πολιτική και μητρική αστοργία - Ζώνεκρες οικογένειες υπό την απειλή της βίας και της αδιαφορίας

Αμφότερες ταλαντούχες και άκρως έμπειρες: Η οιστρηλατούμενη μέσα στις ψυχικές της μεταπτώσεις Σμαράγδα Σμυρναίου ως ματαιωμένη κόρη και η δυναστευτική, επηρμένη και σκληρή, νεκρή επί σκηνής, φιλάρεσκη μάνα της λίαν ευπροσδέκτως επανεμφανισθείσας Αναστασίας Πανταζοπούλου. Ακανθώδεις μνήμες και οδυνηρά βιώματα παρελαύνουν και επί τη βάσει των οποίων συνεννοήθηκαν άψογα οι δύο λαμπρές ηθοποιοί στο «Addio del passato» που σκηνοθέτησε ο Τάσος Μπαντής στο θ. Εμπρός. Το υλικό της Λείας Βιτάλη, πεζογράφου και θεατρικής συγγραφέως, περίπου αυτοβιογραφικό καθ' ομολογίαν της, έχει έξαψη, ονειρικές διαστάσεις κι έναν ειλικρινή λυρισμό που εξάγεται από άπεφθο ατομικό πόνο. Αυτός ο τελευταίος, ως μητρική απόρριψη, κινητοποιεί τους ψυχισμούς και προβάλλει έκτυπα ένα άστοργο παρελθόν σ' ένα ζωντανό παρόν που δεν λέει να ξεχάσει.
Το έργο έχει και δομικές αδυναμίες: αρκετά, ιδίως ποιητικοφανή, μπορούσαν να λείπουν χωρίς να ζημιωθεί το αποτέλεσμα. Ο Μπαντής όμως, μέσα στην έξοχα παλιά και αιωρούμενη ως νεκροζώντανη κουζίνα της μητέρας, (Ελ. Μανωλοπούλου), οργάνωσε την παράσταση τόσο μουσικά και κατά σημεία μεταφυσικά, ώστε οι σχέσεις, ακόμα και στις πιο αδύνατες φάσεις τους, νομιμοποιήθηκαν ως μέρη μιας αρραγούς παρτιτούρας. Σ' αυτό τον βοήθησε και η εύγλωττα βουβή φυσική δράση του κοριτσιού με το βιολί (Κατ. Τεπελένα). Ο Πλ. Ανδριτσάκης στη μουσική και ο Ηλ. Κωνσταντακόπουλος στα φώτα γεφύρωναν το ρεαλιστικό με το ακαθόριστο ατμώδες. Η οδύνη της Βιτάλη διαβάστηκε με στοργή, τεχνική και ερμηνευτική πίστη.
Αναδιφώντας και στις γόνιμες μνήμες από τη «Σονάτα των φαντασμάτων» του Στρίντμπεργκ, ο Μπαντής διέπλασε το έργο ως σύνολο πολλαπλασιασμένων ανατροπών, γεμάτων γνήσιο θεατρικό ενδιαφέρον.

Γιάννης Βαρβέρης, KAΘHMEPINH, 12/02/2006

Νοσηρές μητέρες - βασανισμένες κόρες

Μολονότι στο φούρνο σιγοψήνεται ένα μυρωδάτο κέικ, αυτή η παλιά κουζίνα αποπνέει μια στενάχωρη αίσθηση κλεισούρας και τέλους. Είναι που και ολάκερο το νοικοκυριό της, ρεαλιστικό μέχρι το τελευταίο αβγό, αιωρείται μακάβρια δέκα πόντους πάνω από το δάπεδο, προσδίδοντας στα γεγονότα μια λοξή, εξωπραγματική χροιά (σκηνικό/κοστούμια Ελένη Μανωλοπούλου). Η νεανική, συμπαθητική γυναίκα στο Addio Del Passato της Λείας Βιτάλη, που έχει περιλάβει το βρώμικο νεροχύτη, φλυαρώντας ακατάπαυστα, διηγείται την ημέρα και τη ζωή της σε κάποιον που δεν βλέπουμε, αλλά είναι εκεί.
Σήμερα πέρασε από τον ψυχαναλυτή της, ο γάμος της ρημάζει, η μάνα της δεν την άφησε να σπουδάσει και τώρα είναι μια ανεπάγγελτη, χωρισμένη πενηντάρα, η μάνα της αγαπούσε την αδελφή της, ενώ αυτή την ταπείνωνε, όπως και η δική της μάνα την ίδια όταν ήταν μικρή. Η ανακύκλωση καταστροφικής μητρικής επιρροής αναδύεται ως αιχμή του δόρατος, ανάμεσα σε συνταγές μαγειρικής και κουβεντολόγια καθημερινής τρέλας.
Πλένοντας πιάτα και σπάζοντας κάμποσα που μετά ξεφορτώνεται χαιρέκακα στο σκουπιδοτενεκέ ("τι τα θέλεις όλα αυτά;"), το "Βασούλι", με την ψυχολογία μαύρου πρόβατου και τα παγιωμένα τραύματα παιδιού που δεν μεγάλωσε ποτέ, ξεκαθαρίζει λογαριασμούς με το παρελθόν, αφού το πρόσωπο που της ρήμαξε τη ζωή έχει πλέον πεθάνει. Τώρα το βλέπουμε να επιστρέφει μόνο για να επικυρώσει την απέχθεια προς το βλαστάρι της, με μπρούτες κακίες ("θεόστραβες οι γάμπες σου", "κακάσχημη γελάδα"), που δεν συνάδουν με την ευγενική φυσιογνωμία της Αναστασίας Πανταζοπούλου.
Η εικόνα της 70χρονης κοκέτας μέγαιρας, που λιμάρει τα νύχια της, ελέγχει συνεχώς το χρόνο στον καθρέφτη και τραγουδά άριες για να μην ακούει την κόρη της, είναι προϊόν των συναισθημάτων της τελευταίας, βασικού πρωταγωνιστή αυτής της εξομολόγησης. Μέσα από παράλληλους μονολόγους που σμίγουν σε εκρηκτικές αντιπαραθέσεις εφ' όλης της ύλης, μέσα από μισοτελειωμένες φράσεις και παραισθησιακές αναδρομές στο παρελθόν, με την επίφαση πεζής οικογενειακής φαγωμάρας, το θύμα επιδίδεται σε μια εκπρόθεσμη αυτο-ψυχοθεραπεία, κατακρεουργώντας το "απόλυτο κακό", τώρα που αυτό "έχει δραπετεύσει σε άλλη ζωή, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για απολογισμούς" (σημείωμα της συγγραφέως).
Το ψυχωτικό γαϊτανάκι κληρονομικής αμαρτίας και ανέφικτης αθωότητας, αφού δεχθεί μια γερή ανατροπή προς το ζοφερότερο, με την ανήλικη να παίρνει εκδίκηση ξελογιάζοντας τον εραστή της μάνας της, μάλιστα φορώντας το αγαπημένο της φουστάνι σε μια κίνηση ζοφερής ταύτισης με το λατρεμένο -μισητό πρόσωπο, απολήγει σε μια καθαρτήρια συμφιλίωση με τους εφιάλτες. Σε αυτή την κουζίνα, αυτό το βράδυ, αγκαλιά με το επίμαχο φουστάνι-σύμβολο, με το τηλέφωνο να χτυπά και το κέικ να καίγεται. Μετά θάνατον η αγάπη παίρνει το πάνω χέρι και συγχωρεί.
Πολλά θα μπορούσαν να μην πείθουν σε αυτό το τελευταίο έργο της Λείας Βιτάλη. Οπως τα ψυχαναλυτικά στερεότυπα, οι απλουστευτικές αλληγορίες, οι μελοδραματικοί συμβολισμοί. Ομως ο λόγος της είναι σβέλτος και θεατρικότατος, η ιδέα συγκινητική και άφθαρτη, η σκηνοθεσία του Τάσου Μπαντή λιτή και ουσιαστική, τα πρόσωπα αληθινά μέσα από δύο καθοριστικές ερμηνείες, ιδιαίτερα της εξαιρετικής Σμαράγδας Σμυρναίου, που ξεδιπλώνει τη ζωή της γελαστά, με αξιοπρέπεια, ενώ μέσα της βράζει η θύελλα.
Μουσική Πλάτωνα Ανδριτσάκη, φωτισμοί Ηλία Κωνσταντακόπουλου. "Κορίτσι με το βιολί", η Κατερίνα Τεπέλενα.

Σωτηρία Ματζίρη, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 17/02/2006




Η ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΑΣ ΒΙΤΑΛΗ,

 

     Κωνσταντίνα Ζηροπούλου, Δρ. Θεατρολογίας Μέλος Συνεργαζόμενου Εκπαιδευτικού Προσωπικού, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου.

 

«Με ενδιαφέρει η ψυχαναλυτική πλευρά των πραγμάτων. Αν δεν ήμουν συγγραφέας, σίγουρα θα ήθελα να ήμουν ψυχαναλύτρια»,[1] ανέφερε το 2006 η Λεία Βιτάλη, σε συνέντευξή της, με αφορμή την παράσταση του έργου της Addio del Passato, που πραγματεύεται την αρχετυπική σχέση μάνας-κόρης.

 

Κυρίαρχη, αναμφίβολα, είναι η ψυχαναλυτική διάσταση στο σύνολο της δραματουργίας της Λείας Βιτάλη, που διαπιστώνεται ήδη από το πρώτο της κιόλας έργο (Ευάννα, 1990) μέχρι το πρόσφατο Ζεϊμπέκικο (2013) -περίοδος κατά την οποία η συγγραφέας έχει καταθέσει δώδεκα θεατρικά έργα, με σκηνική παρουσία στην Ελλάδα και το εξωτερικό αλλά και αρκετές τιμητικές διακρίσεις. Αυτός ο ψυχαναλυτικός πυρήνας του δραματικού μύθου υποστηρίζεται από ένα είδος ρεαλιστικής γραφής, στην οποία ενσταλάζονται στοιχεία ονειρικά, αίροντας συχνά τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης.

 

Στα δύο αυτά πεδία, αφενός, το ψυχαναλυτικό, και, αφετέρου, της σύζευξης ρεαλισμού και ονείρου ανιχνεύεται, κατ’ αρχάς, η δραματουργική ταυτότητα της συγγραφέως από άποψη θεματικής και αισθητικού ύφους αντίστοιχα. Ωστόσο, τα πιο συγκεκριμένα θέματα που απαντούν σχεδόν επίμονα στο δραματικό σύμπαν της Βιτάλη αλλά και οι τεχνικές μέσω των οποίων συντελείται η θεατρική μετουσίωσή τους, θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα ακόλουθα σημεία.  

 

Ο έρωτας αποτελεί σχεδόν πάντα τον κινητήριο μοχλό της δράσης των προσώπων. Έρωτας ψυχαναλυτικός, επί της ουσίας ανεκπλήρωτος και μη ανταποδοτικός, είναι το ζητούμενο που πάντα θα διαφεύγει. Εκφράζεται κυρίως μέσω της έντονης σαρκικής επιθυμίας κι ενός πάθους απόλυτα αυτοκαταστροφικού (Ζεϊμπέκικο), υποκινείται από ανάγκη επιβολής και επικράτησης επί του άλλου, πυροδοτείται από την απαγόρευση (συχνότατα είναι τα ερωτικά τρίγωνα στα έργα της, βλ. λ.χ. Αγάπα με, Θηρία στην αποθήκη, Το γεύμα, Rock story, Τζιν Φιζ, Addio del passato κ.ά) και αναλίσκεται εύκολα, αποκαλύπτοντας με σκληρότητα στους ίδιους τους ήρωες αλλά και τον θεατή το υπαρξιακό κενό που ελλοχεύει πίσω από κάθε, εξ ορισμού μάταιη, ερωτική συνύπαρξη. Έτσι, οι σχέσεις των δύο φύλων προβάλλουν άλλοτε ανταγωνιστικές και άλλοτε θλιβερά συμβατικές (βλ. λ.χ. To μεγάλο παιχνίδι, Το γεύμα, Αγάπα με), υπαγορευόμενες από κοινωνικές επιταγές οικονομικής και κοινωνικής καταξίωσης. Αιτήματα αγάπης, αποδοχής και αλληλοκατανόησης, άγνωστα ως τότε στους ίδιους τους ήρωες-φορείς τους, προβάλλουν ισχυρά στο τέλος αυτής της επίπονης πορείας τους προς την αυτογνωσία.  

 

Οι πυρηνικές σχέσεις μάνας-γιου (Rock story), μητέρας - κόρης (Addio del passato), πατέρα - γιου (Θηρία στην αποθήκη) αλλά και όσες άμεσα έλκονται από αυτές, όπως οι σχέσεις ανάμεσα στα αδέλφια (Addio del passato, Rock story), είναι στο επίκεντρο της προβληματικής της Βιτάλη. Δραματικά πρόσωπα με ματαιωμένες φιλοδοξίες και όνειρα, προσωπικές αποτυχίες και συναισθηματική ανεπάρκεια είναι, κατά κανόνα, οι γονείς των, εκ προοιμίου αποτυχημένων, νεαρών ηρώων της συγγραφέως που αναμετρώνται, άνισα, με οδυνηρά βιώματα και μνήμες του παρελθόντος.

 

Στους νέους, άλλωστε, και ό,τι η νεότητα συμβολίζει είναι σταθερά προσανατολισμένο το θέατρό της. Αμφισβήτηση, επαναστατικότητα, αντίδραση στο κατεστημένο και τη συντήρηση, τον καθωσπρεπισμό και την υποκρισία είναι η στάση που υιοθετούν οι νέοι στα περισσότερα από τα έργα της, επιχειρώντας να προκαλέσουν τις δικές τους ρωγμές στον κοινωνικό ιστό που τους τυλίγει. Αυτή η «ροκ» στάση ζωής, όταν βέβαια συντελείται στους κόλπους μιας βαθειά νοσούσης κοινωνίας -την οποία δεν διστάζει να καταγγείλει η συγγραφέας-, μπορεί να φέρει τους νέους αντιμέτωπους με το έγκλημα. Είτε κατά των άλλων (Θηρία στην αποθήκη) είτε και κατά του εαυτού: «Θέλω να σας πω, παίδες, ότι δεν υπάρχει κανένας, μα κανένας απολύτως λόγος για να μπερδευτείτε με την ηρωίνη. Δεν μπορεί να σου δώσει κανένα όραμα, καμιά ψευδαίσθηση, καμιά γαμημένη έμπνευση», τραγουδούσε με την κιθάρα του, πριν βέβαια από τη μοιραία δόση, ο Λεό, κεντρικός ήρωας στο Rock story.

 

Σύμφυτο με το στοιχείο το καταγγελτικό, που θίξαμε μόλις παραπάνω, αλλά με χαρακτήρα αυτόνομο, είναι το στοιχείο το πολιτικό, που συχνά διαγράφεται έντονο στο θέατρο της συγγραφέως. Η πολιτική διάσταση διαπιστώνεται άλλοτε στις ίδιες τις δραματικές καταστάσεις, εντός των οποίων κινούνται τα δρώντα πρόσωπα (βλ. λ.χ. Το μεγάλο παιχνίδι, Αγάπα με), και άλλοτε στην ταυτότητα των ίδιων των προσώπων (Το γεύμα, Θηρία στην αποθήκη). Στην πρώτη περίπτωση η συγγραφέας θέτει στο στόχαστρο τα χρηματοοικονομικά συστήματα του Δυτικού κόσμου, τα μεγάλα συμφέροντα και τις διάφορες εκφάνσεις της φιλελεύθερης πολιτικής, ενώ στη δεύτερη εστιάζει περισσότερο στην ανάγκη για κοινωνική καταξίωση, μέσα όμως σε ένα κοινωνικοπολιτικό σύστημα που ακυρώνει την ανθρώπινη υπόσταση.

 

Συνεπώς, το θέατρο της Λείας Βιτάλη δεν επικεντρώνεται στον περιθωριακό αλλά στον ενταγμένο. Η συγγραφέας στρέφει το ενδιαφέρον της, κυρίως, στον ευυπόληπτο εκπρόσωπο της αστικής τάξης, τον επιτυχημένο καριερίστα, τον ήρωα που θέτει ως ύψιστο ιδεώδες την ανέλιξή του στην κοινωνική ιεραρχία (Το γεύμα, Θηρία στην αποθήκη, Αγάπα με!, Το μεγάλο παιχνίδι).  Και άρχεται η κτηνωδία και ο αλληλοσπαραγμός… Ποικίλες μορφές βίας τροφοδοτούν, ακολούθως, το θέατρό της με σκηνές ευφάνταστες, προκλητικές και ιδιαζόντως σκληρές. Η λύση του θανάτου δεν μπορεί παρά να έχει λυτρωτικό χαρακτήρα.

 

Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο διακειμενικός διάλογος που η συγγραφέας επιχείρησε με τους αρχαίους μύθους της Κλυταιμνήστρας και της Φαίδρας στα έργα της, Ροστμπίφ και Τζιν Φιζ, αντίστοιχα. Το πρώτο μάλιστα (Ροστμπίφ) έδωσε διαβατήριο στη Βιτάλη για τη θεατρική σκηνή του Λονδίνου (Riversides Studio) το 2004, αποσπώντας εγκωμιαστικά σχόλια κοινού και κριτικών. Η συγγραφέας προσεγγίζει τους αρχαίους μύθους με εμφανώς αναθεωρητική διάθεση, η οποία στην περίπτωση του Ροστμπίφ αποτυπώνεται ήδη στο δραματικό είδος του  κειμένου, που διατρέχεται από όλα τα χαρακτηριστικά της μαύρης κωμωδίας.  Η Κλυταιμνήστρα, περισσότερο φονική από όλες τις προγενέστερες εκδοχές της, σκοτώνει τα αρσενικά, όχι όμως τον Αγαμέμνονα, όταν έρθει η σειρά του, αφού, όπως αποκαλύπτεται, είναι και επιθυμεί να παραμείνει ερωτευμένη μαζί του για πάντα!

 

Ποικίλες εκφάνσεις του έρωτα, με κυρίαρχη αυτήν του ακραίου ομοφυλοφιλικού πάθους, διερευνά η Βιτάλη στην δική της εκδοχή της Φαίδρας, διατηρώντας σταθερά ορισμένα βασικά μοτίβα του αρχαίου μύθου και ανατρέποντας με παιγνιώδη διάθεση το κεντρικό: Η Φαίδρα, ιδιοκτήτρια ενός μπαρ της σύγχρονης εποχής, ταλανίζεται από ερωτικό πάθος όχι για τον γιο του άντρα της Ιππόλυτο, αλλά για την κόρη του Ιππολύτη, εξαιτίας της οποίας αυτοκτονεί, όταν αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να την έχει δική της για πάντα.

 

Ως προς τα δραματουργικά μέσα και τις τεχνικές, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η συγγραφέας χρησιμοποιεί, κατά κύριο λόγο, τον ρεαλισμό, ο οποίος συμφύρεται με στοιχεία φανταστικά και ονειρικά (Addio dell passato, Rock story, Ροστμπίφ κ.ά). Η ονειρική διάσταση επιτυγχάνεται κυρίως μέσα από έναν ευφυή τρόπο χρήσης του δραματικού χρόνου, που επιτρέπει στα πρόσωπα διασκελισμούς ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, την πράξη που βιώνεται και την ανάμνηση που ανακαλείται. Ενισχυτική μιας ατμόσφαιρας που ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση, με απώτερο στόχο την αποκάλυψη της εσωτερικής αλήθειας των ηρώων, είναι επίσης η χρήση στοιχείων ενός θεάτρου που διεγείρει τις αισθήσεις (μουσική, αποτύπωση ήχων, μυρωδιές από φαγητά κ.ά.).

 

  Η πλοκή των έργων της υπακούει σε ορισμένους σταθερούς κανόνες: Οι δραματικοί τόποι είναι συνήθως κλειστοί και εσωτερικοί (μπαρ, αποθήκη, δωμάτιο νοσοκομείου, κουζίνα ή τηλεοπτικό πλατώ κ.ά.), όπως και όλο το δραματικό σύμπαν της Βιτάλη. Η υπόθεση εκκινεί συχνά από κάποιο αθώο παιχνίδι ή μια αφορμή που δεν προμηνύει την εξέλιξη που θα ακολουθήσει (Το γεύμα, Το μεγάλο παιχνίδι, Τζιν Φιζ κ.ά.). Συχνά μάλιστα η συγγραφέας εγγράφει στη συνέχεια των έργων στοιχεία γκροτέσκο, μαύρης κωμωδίας αλλά και θρίλερ (To μεγάλο παιχνίδι, Θηρία στην αποθήκη, Το γεύμα, Ροστμπίφ κ.ά).

 

Η αλληλοδιαδοχή των δραματικών γεγονότων πραγματοποιείται με γρήγορους ρυθμούς. Διαπιστώνεται πάντα κλιμάκωση και σημείο κορύφωσης του δραματικού μύθου. Αιφνίδιες αποκαλύψεις ανατρέπουν την πλοκή (Addio dell Passato: η κόρη εξομολογείται τη σχέση με τον εραστή της μητέρας της στην ίδια, Θηρία στην αποθήκη: η Ιστραλίς αποκαλύπτει στον νεαρό εραστή την παράλληλη σχέση της με τον πατέρα του, Τζιν Φις: η Φαίδρα μιλά στον άντρα της για τη σχέση της με την κόρη του κ.λ.π.). Στο τέλος υπάρχει πάντα ένα είδος κάθαρσης: οι ήρωες επαναπροσδιορίζονται μέσα από την οδύνη και συχνά τείνουν προς το φως (η κόρη θα συμφιλιωθεί με τη μάνα στο Addio dell Passato, ο Μανόλης με τον πατέρα του στο Rock story, ο Μιχάλης θα κάψει τα χρήματα που κέρδισε στο Μεγάλο παιχνίδι, ο Ζαννής θα θελήσει να στηρίξει την Άλκη στο Αγάπα με και η Δάφνη θα βρει το θάρρος να καταγγείλει στην αστυνομία το έγκλημα που διαπράχθηκε στο Γεύμα). Αυτή, άλλωστε, η διάσταση του έργου της κάνει το θέατρο της Βιτάλη -το απολύτως γνήσιο στις προθέσεις του- να φαίνεται, εν τέλει, αισιόδοξο.

 

 

 

[1] Βλ. συνέντευξη της Λείας Βιτάλη στην Ιωάννα Κλεφτόγιαννη, Ελευθεροτυπία, 3 Ιανουαρίου 2006.





 

­­­ADDIO DEL PASSATO

το νέο έργο της Λείας Βιτάλη

στο θέατρο ΕΜΠΡΟΣ

 

Το Addio del Passato – το νέο έργο της Λείας Βιτάλη- ένα υπαρξιακό ψυχολογικό θρίλερ με υπόγειο πικρό χιούμορ στα όρια της μαύρης κωμωδίας είναι η ιστορία μιας ερωτικής σχέσης που φέρνει αντιμέτωπες μητέρα και κόρη.

Η Λεία Βιτάλη μ΄ αυτό το έργο διεισδύει στα βαθιά της σκοτεινής πλευράς των ηρώων της, εκεί που κρύβεται ο αρχέγονος ανταγωνισμός για την επιβίωση μέσα στον μικρόκοσμο της οικογένειας, στις σπαρασσόμενες σχέσεις ανάμεσα στα θηλυκά της – μάνα και κόρη- και ανασύρει αιμάσσουσες  πληγές που δεν κατόρθωσε να επουλώσει ο χρόνος.

          Μέσα σ΄αυτό το πλαίσιο η συγγραφέας ερευνά την πολλαπλότητα και τη ρευστότητα της αλήθειας καθώς σταδιακά ξεσκεπάζονται οι κρυφοί εαυτοί των ηρωίδων και το παρελθόν αποκαλύπτεται σαν μια πορεία αυτογνωσίας από το σκοτάδι των ενστίκτων στο φως της συμφιλίωσης. Μέσα σε μία κουζίνα- σύμβολο της οικογενειακής εστίας και καθώς παρακολουθούμε το ζύμωμα και το ψήσιμο ενός καθιερωμένου οικογενειακού κέικ με λεμόνι, γινόμαστε μάρτυρες μιας σκληρής αντιπαράθεσης ανάμεσα στα πρόσωπα επί σκηνής: της μητέρας με τις ματαιωμένες επιθυμίες και της κόρης που υποκλέπτει ρόλους άλλων για να ζήσει, αλλά και στα εκτός σκηνής πρόσωπα, του ελλειμματικού συζύγου και πατέρα, του μοιραίου παιδεραστή, της διάσημης αδερφής ηθοποιού, της φυματικής θείας, του φροϋδικού   ψυχοθεραπευτή, ενώ ένα βουβό δωδεκάχρονο κορίτσι από το παρελθόν παίζει άηχα βιολί. Παρόντες αλλά και απόντες ήρωες  ολοκληρώνουν το παζλ της αιώνιας αντιπαράθεσης θύματος και θύτη με την ακατάπαυστη εναλλαγή των ρόλων τους, καθώς η εκδίκηση είναι η δύναμη του αδύνατου και η έλλειψη συγχώρεσης το όπλο του δυνατού. Ακολουθώντας μια μορφή επί σκηνής ψυχοθεραπείας, η συγγραφέας ανασύρει τις βαθύτερες αιτίες της συμπεριφοράς των ηρώων της για να κερδιθεί η πολυπόθητη καθαρτική συγχώρεση.

          Στο έργο υπάρχει μία μεγάλη έκπληξη-εύρημα που αποκαλύπτεται ξαφνικά στον θεατή ανατρέποντας τη ρεαλιστική μορφή του,  φέρνοντας τα πρόσωπα σε μια άλλη διάσταση μαγικού ρεαλισμού, ενώ το πάθος των ηρωίδων για το τραγούδι και την όπερα δημιουργεί ένα κλίμα γκροτέσκας τρέλας που απογειώνει την ιστορία μέσα σε μια λεπτή ατμόσφαιρα σασπένς που αγκαλιάζει τη δράση.

          Εντέλει το Addio del Passato είναι ένα έργο που μιλάει με χιούμορ για τη σφαγή στις ανθρώπινες σχέσεις αλλά κυρίως είναι ένας ύμνος στη συγχώρεση και την αγάπη.

         

Ο τίτλος Addio del Passato (Αντίο στα Περασμένα) προέρχεται από την ομώνυμη γνωστή άρια της όπερας Τραβιάτα του Βέρντι που τραγουδούν στο έργο.

Σχόλια